Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Παρουσίαση του 1ου κεφαλαίου για το εμπόρευμα στο "Κεφάλαιο" του Καρλ Μαρξ

1ος τόμος του “Κεφαλαίου”: Η διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου.



1ο μέρος:Εμπόρευμα και χρήμα
2ο μέρος:Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο
3ο μέρος:Η παραγωγή απόλυτης υπεραξίας
4ο μέρος:Η παραγωγή σχετικής υπεραξίας
5ο μέρος:Η παραγωγή της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας
6ο μέρος:Ο μισθός της εργασίας
7ο μέρος:Η διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου

1ο μέρος (3 κεφάλαια: 1. Το εμπόρευμα, 2. Η διαδικασία της ανταλλαγής, 3. Το χρήμα, ή η κυκλοφορία των εμπορευμάτων)


Το εμπόρευμα

1.
Οι δύο παράγοντες του εμπορεύματος:Αξία χρήσης και αξία


Ο Μαρξ αρχικά περιγράφει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής όπως αυτός φαίνεται στην επιφάνεια “ως ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα”, γι' αυτό και η έρευνα αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος.
Η πρώτη πρόσληψη του εμπορεύματος είναι ότι είναι ένα ωφέλιμο πράγμα-αντικείμενο που ικανοποιεί οποιεσδήποτε ανθρώπινες ανάγκες, παρουσιάζει δηλαδή αξία χρήσης, η οποία καθορίζεται από τις ιδιότητες του σώματος του εμπορεύματος και πραγματοποιείται μονάχα στη χρήση ή την κατανάλωσή του.
Η ανταλλακτική αξία υπάρχει ως ιδιότητα του εμπορεύματος στην κοινωνική μορφή που εξετάζουμε (κεφαλαιοκρατία) και εμφανίζεται ως η ποσοτική σχέση, η αναλογία με την οποία ανταλλάσσονται μεταξύ τους οι αξίες χρήσης ενός είδους με τις αξίες χρήσης άλλου είδους. Η διαρκώς μεταβαλλόμενη αυτή σχέση μας δίνει αρχικά την ενυπωση ότι πρόκειται για μία τυχαία ιδιότητα του εμπορεύματος. Το γεγονός ότι ένα εμπόρευμα ανταλλάσσεται με πληθώρα άλλων εμπορευμάτων σε διάφορες αναλογίες (π.χ. 1 ποσότητα σταριού ανταλλάσσεται με χ κουτιά μπογιά, ή με ψ ποσότητα μετάξι, ή με ω ποσότητα χρυσό, κλπ) καθιστά τις αξίες που ανταλλάσσονται ίσες μεταξύ τους, κάτι που μας οδηγεί στα εξής συμπεράσματα: 1. “Οι διάφορες ανταλλακτικές αξίες του ίδιου εμπορεύματος εκφράζουν κάτι το όμοιο” και 2. “Η ανταλλακτική αξία μπορεί γενικά να είναι μόνο ο τρόπος έκφρασης, η “μορφή εμφάνισης” ενός περιεχομένου που διαφέρει από την ανταλλακτική αξία.”
Απαλείφοντας την αξία χρήσης από το εμπόρευμα, αφού ως ανταλλακτική αξία(ποσότητα) το εμπόρευμα δεν περιέχει αξία χρήσης(ποιότητα), αυτό που απομένει είναι ότι το εμπόρευμα είναι προϊόν εργασίας. Με την αφαίρεση της αξίας χρήσης όμως, αφαιρούνται οι ωφέλιμες ιδιότητες του εμπορεύματος, άρα και η ποιότητα της εργασίας για την παραγωγή του, η συγκεκριμένη ωφέλιμη εργασία και απομένει η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, η ξοδεμένη ανθρώπινη εργατική δύναμη, αυτή η κοινωνική ουσία όπως αναφέρει ο Μαρξ “που δημιουργεί αξία”. Από εδώ προκύπτει ότι το μέγεθος της αξίας μετρείται με το ποσό της εργασίας που περιέχεται στο εμπόρευμα (η ποσότητα της εργασίας μετρείται με τη χρονική της διάρκεια).
Εργατική δύναμη είναι η κοινωνική μέση εργατική δύναμη η οποία χρειάζεται μόνο τον μέσο αναγκαίο ή κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή ενός δοσμένου εμπορεύματος, άρα και η σχέση της αξίας ενός εμπορεύματος με την αξία ενός αλλου είναι ίδια με τη σχέση του αναγκαίου χρόνου εργασίας για το ένα με τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για το άλλο. Ο χρόνος εργασίας αλλάζει με κάθε αλλαγή της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από: το μέσο βαθμό δεξιοτεχνίας των εργατών, τη βαθμίδα ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογικής εφαρμογής της, τον κοινωνικό συντονισμό της διαδικασίας της παραγωγής, την έκταση και την αποτελεσματικότητα των μέσων παραγωγής και από τους φυσικούς όρους, μεταξύ άλλων. Οπότε: το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος αλλάζει ευθέως ανάλογα με την ποσότητα της εργασίας και αντιστρόφως ανάλογα με την παραγωγική δύναμη της εργασίας.
Για να είναι εμπόρευμα ένα πράγμα προϋπόθεση είναι να αποτελεί αξία χρήσης, αλλά αυτό δεν το κάνει αυτομάτως εμπόρευμα. Πρέπει παράλληλα να είναι προϊόν εργασίας το οποίο θα μεταβιβαστεί σε κάποιον άλλον που του χρησιμεύει ως αξία χρήσης μέσω της ανταλλαγής.

2) Ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας που περιέχεται στα εμπορεύματα.

Αφού έχει εξετάσει τις δύο αυτές πλευρές του εμπορεύματος, ο Μαρξ περνά στην εξέταση αυτού που ονομάζει ως το “κεντρικό σημείο που γύρω του περιστρέφεται η κατανόηση της πολιτικής οικονομίας”, το διφυή χαρακτήρα της εργασίας – αφ'ενός ως παραγωγός αξιών χρήσης και αφετέρου ως παραγωγός αξιών.
Η εργασία που η ωφελιμότητά της εκφράζεται με την αξία χρήσης του προϊόντος της συνιστά την ωφέλιμη εργασία, και καθορίζεται από το σκοπό που επιδιώκει, τον τρόπο που ενεργεί, το αντικείμενο, τα μέσα και το αποτέλεσμά της. Το σύνολο των πολυποίκιλων ωφέλιμων εργασιών αποτελεί τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, ο οποίος αποτελεί όρο ύπαρξης της εμπορευματικής παραγωγής - αφού για να μπορούν να αντιπαρατεθούν μεταξύ τους αξίες χρήσης πρέπει να περιέχουν μέσα τους ποιοτικά διαφορετικές ωφέλιμες εργασίες - αν και η εμπορευματική παραγωγή δεν αποτελεί όρο ύπαρξης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Σαν ωφέλιμη εργασία, η εργασία είναι ανεξάρτητος από κάθε κοινωνική μορφή όρος ύπαρξης του ανθρώπου, αιώνια φυσική ανάγκη, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή η ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, δεν είναι δηλ. δυνατή η ανθρώπινη ζωή. Στην παραγωγή του ο άνθρωπος μπορεί να ενεργεί μόνο όπως και η ίδια η φύση, δηλ. ν' αλλάζει μονάχα τη μορφή της ύλης.
Αν παραβλέψουμε τον ωφέλιμο χαρακτήρα της εργασίας εκείνο που απομένει είναι ότι αποτελεί ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης, αφηρημένης εργασίας, ξόδεμα ανθρώπινου μυαλού, μυών, νεύρων, χεριών κλπ, η οποία αποτελεί την πηγή της αξίας. Σ' αυτό το σημείο ο Μαρξ αναφέρει ότι η συνθετότερη εργασία είναι πολλαπλασιασμένη απλή εργασία που διαθέτει κατά μέσο όρο στον οργανισμό του κάθε συνηθισμένος άνθρωπος. Οι εργασίες για την παραγωγή διαφόρων εμπορευμάτων είναι η ουσία της αξίας τους “μονάχα εφόσον γίνεται αφαίρεση από την ιδιαίτερη ποιότητά τους και εφόσον έχουν και οι δυό την ίδια ποιότητα, την ποιότητα ότι είναι ανθρώπινη εργασία”.
Η παραγωγική δύναμη είναι στοιχείο της ωφέλιμης συγκεκριμένης εργασίας και καθορίζει το βαθμό αποτελεσματικότητας της σκόπιμης παραγωγικής δραστηριότητας (ευθέως ανάλογη σχέση). Δε θίγει όμως την αφηρημένη εργασία που εκφράζεται σε αξία, ανεξάρτητα από τις αλλαγές στην παραγωγική δύναμη, η ίδια εργασία δίνει πάντα στα ίδια χρονικά διαστήματα το ίδιο μέγεθος αξίας.

3) Η μορφή της αξίας ή η ανταλλακτική αξία.

Αφού έχει καταδείξει ότι ένα αντικείμενο είναι εμπόρευμα εφόσον παρουσιάζει τη μορφή της αξίας χρήσης και τη μορφή της αξίας, και την πηγή τους (συγκεκριμένη και αφηρημένη εργασία), ο Μαρξ περνάει στη μελέτη της μορφής της αξίας καθεαυτής. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο στην κοινωνική σχέση ενός εμπορεύματος με ένα άλλο εμπόρευμα, αφού η αξιακή αντικειμενικότητα ως καθαρά κοινωνική ιδιότητα εκδηλώνεται μόνο εκεί. Εδώ παρατηρούμε την περιγραφή της ζωντανής εξέλιξης της μορφής της αξίας από την απλή της μορφή μέχρι την ώριμη και γνωστή σε όλους χρηματική μορφή.

Ι. Η απλή, μεμονωμένη ή τυχαία μορφή της αξίας είναι η σχέση:
χ εμπόρευμα Α = ψ εμπόρευμα Β
η οποία παρουσιάζει δύο αλληλοκαθοριζόμενους και ταυτόχρονα αλληλοαποκλειόμενους πόλους: τη σχετική μορφή της αξίας (η αξία του εμπορεύματος που εκφράζεται σε σχέση με την αξία ενός άλλου) και την ισοδύναμη μορφή (η αξία του εμπορεύματος που χρησιμεύει ως ισοδύναμο για την έκφραση της αξίας του πρώτου εμπορεύματος).
Σε αυτή τη σχέση αναφερόμενο το εμπόρευμα Α στο εμπόρευμα Β σαν προς σώμα αξίας, σαν προς υλοποίηση ανθρώπινης εργασίας, μετατρέπει την αξία χρήσης Β σε υλικό που εκφράζει τη δική του αξία. Η αξία του εμπορεύματος Α, εκφρασμένη έτσι με την αξία χρήσης του εμπορεύματος Β έχει τη μορφή της σχετικής αξίας.
Οι πραγματικές αλλαγές στα μεγέθη της αξίας δεν καθρεφτίζονται ούτε αναμφισβήτητα ούτε εξαντλητικά στη σχετική τους έκφραση ή στο μέγεθος της σχετικής αξίας.
Στον άλλο πόλο, εξετάζοντας την ισοδύναμη μορφή της αξίας ο Μαρξ καταδεικνύει τρεις ιδιομορφίες: 1. Η αξία χρήσης γίνεται μορφή εμφάνισης του αντίθετού της, της αξίας. 2. Η συγκεκριμένη εργασία γίνεται η μορφή εμφάνισης του αντίθετού της, της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας και 3. Η ατομική εργασία (κάθε εργασία που παράγει εμπορεύματα είναι ατομική) γίνεται μορφή του αντίθετού της, εργασία με άμεσα κοινωνική μορφή.
Σε αυτή τη σχέση η μορφή της αξίας χρήσης παρασταίνεται με τη φυσική μορφή του εμπορεύματος Α, ενώ η μορφή της αξίας παρασταίνεται με τη φυσική μορφή του εμπορεύματος Β. Έτσι η εσωτερική αντίθεση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία παρουσιάζεται ως εξωτερική σχέση δύο εμπορευμάτων. Η απλή μορφή της αξίας είναι η απλή μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία.
Η μορφή αυτή αντιστοιχεί στην πρωταρχική εμφάνιση των εμπορευμάτων, η ανταλλαγή των οποίων συμβαίνει τυχαία και ευκαιριακά. Η αντίθεση μεταξύ των δύο πόλων, σχετικής και ισοδύναμης μορφής, δεν έχει ακόμα παγιωθεί, με την εξίσωση να διαβάζεται το ίδιο και από τις δύο πλευρές.

ΙΙ. Η ολική ή αναπτυγμένη μορφή της αξίας:
Οι διάφορες απλές εκφράσεις της μορφής της αξίας ενός εμπορεύματος, ανάλογα με ποιό εμπόρευμα έρχεται σε ανταλλακτική σχέση αποτελούν αυτή τη μορφή της αξίας, η οποία μπορεί να παρασταθεί ως εξής:
ω εμπόρευμα Α = υ εμπόρευμα Β, ή = φ εμπόρευμα Γ, ή = ψ εμπόρευμα Δ,
ή = χ εμπόρευμα Ε, ή = κλπ.

Σε αυτό το στάδιο η ανταλλακτική σχέση των εμπορευμάτων παύει να είναι τυχαία, αφού μια αναρίθμητη σειρά από εμπορεύματα μπορεί να παίζει το ρόλο της ισοδύναμης μορφής και η αξία εδώ πλέον εμφανίζεται σαν πήγμα αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, αφού η εργασία για την παραγωγή ενός εμπορεύματος μπορεί να εξισωθεί με την εργασία για την παραγωγή οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος.
Από την άλλη αυτή η μορφή της αξίας είναι ακόμα ανεπαρκής αφού η αξία εκφράζεται με μια ατέλειωτη σειρά από σκόρπιες και διαφορετικές εξισώσεις. Η ισοδύναμη επίσης μορφή είναι ιδιαίτερη και διαφορετική κάθε φορά και δεν αποτελεί μια εξαντλητική και καθολική μορφή.
Σε αυτό το στάδιο της αντίφασης σχετικής και ισοδύναμης μορφής, κάθε φορά μόνο ένα εμπόρευμα μπορεί να αναπτύξει ολοκληρωτικά τη σχετική του αξία και η εξίσωση δεν μπορεί να αντιστραφεί χωρίς να μετατραπεί ποιοτικά στη:

ΙΙΙ. Γενική μορφή της αξίας:
όπου:
υ εμπόρευμα Β
φ εμπόρευμα Γ
ψ εμπόρευμα Δ = ω εμπόρευμα Α
χ εμπόρευμα Ε
κλπ...

Η έκφραση της αξίας γίνεται πλέον απλή αφού γίνεται με ένα μόνο εμπόρευμα, και γενική, ενιαία, αφού γίνεται μέσω του ίδιου εμπορεύματος για όλα τα εμπορεύματα. Η αξία του εμπορεύματος διαφέρει από την αξία χρήσης του μα και από την αξία χρήσης όλων των άλλων εμπορευμάτων, τα οποία προβάλλουν πλέον ως ανταλλακτικές αξίες.
Η γενική μορφή της αξίας είναι κοινό έργο του κυρίαρχου πια κόσμου των εμπορευμάτων, με κάθε νέο εμπόρευμα να είναι υποχρεωμένο να εκφράζει την αξία του με το ίδιο γενικό ισοδύναμο.
Αντίστοιχα η εργασία για την παραγωγή οποιουδήποτε εμπορεύματος εξισώνεται με την εργασία για την παραγωγή του γενικού ισοδύναμου, καταδεικνύοντας τον κυρίαρχο ρόλο της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, της κατανάλωσης εργατικής δύναμης στον κόσμο της εμπορευματικής παραγωγής.
Η γενική-κοινωνική σχετική μορφή της αξίας ισχύει για όλα τα εμπορεύματα εφ'όσον αποκλείονται από τη γενική ισοδύναμη μορφή και η γενική ισοδύναμη μορφή υπάρχει ως τέτοια επειδή όλα τα άλλα εμπορεύματα αποκλείονται από αυτήν (η σχετική αξία του γενικού ισοδύναμου εκφράζεται με την ατελείωτη σειρά των σωμάτων των εμπορευμάτων).
Ιστορικά ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα κατέκτησε τη θέση του γενικού ισοδύναμου, ο χρυσός, δίνοντας την:

ΙV. Χρηματική μορφή της αξίας:
Η πρόοδος σε σχέση με τη μορφή ΙΙΙ συνίσταται στο ότι η γενική ισοδύναμη μορφή είναι τώρα από κοινωνική συνήθεια συνυφασμένη οριστικά με την ειδική φυσική μορφή του εμπορεύματος χρυσός. Η απλή σχετική έκφραση της αξίας ενός εμπορεύματος με το χρυσό είναι η μορφή της τιμής.
Σε αυτή τη σχέση εξέλιξης ο Μαρξ τονίζει ότι η εξέλιξη της ισοδύναμης μορφής είναι απλώς έκφραση και αποτέλεσμα της εξέλιξης της σχετικής μορφής της αξίας.

4)Ο φετιχικός χαρακτήρας του εμπορεύματος και το μυστικό του.

Τέλος ο Μαρξ καταδεικνύει το φετιχικό χαρακτήρα του εμπορεύματος δηλαδή την πρόσληψη του προϊόντος της εργασίας ως κάτι του υπεραισθητού, με μυστηριώδεις ιδιότητες, κάτι που συμβαίνει μόνο όταν αυτό υπάρχει με τη μορφή του εμπορεύματος, δηλαδή παράγεται για την ανταλλαγή. Ο φετιχικός χαρακτήρας του εμπορεύματος υποδηλώνει την κυριαρχία των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων και την πρόσληψη από τους ανθρώπους των κοινωνικών σχέσεων στην εργασία ως εμπράγματων σχέσεων ή ως κοινωνικών σχέσεων μεταξύ πραγμάτων έξω απ'αυτούς.
Η ωρίμανση του αντικειμένου (χρηματική μορφή) μπορεί να οδήγησε στη σκέψη και τις θεωρίες περί του αντικειμένου, οδήγησε όμως σε μια στρεβλή και αντεστραμμένη πρόσληψή του (βλ. αστική πολιτική οικονομία), συγκαλύπτοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα των ατομικών εργασιών και προβάλλοντας το προϊόν της εργασίας-εμπόρευμα (γι'αυτό και ο χριστιανισμός με τη λατρεία του αφηρημένου ανθρώπου αποτελεί την καταλληλότερη μορφή θρησκείας στην κεφαλαιοκρατία).
Η υλική διαδικασία της παραγωγής θα αποβάλει το μυστικιστικό πέπλο της μόνο από τη στιγμή που σαν προϊόν μιας ελεύθερης κοινωνικής ένωσης ανθρώπων θα βρίσκεται κάτω από το συνειδητό σχεδιασμένο έλεγχό τους.


Κ. Ηλιάδης Σουηδία 2010