Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Παρουσίαση του 1ου κεφαλαίου για το εμπόρευμα στο "Κεφάλαιο" του Καρλ Μαρξ

1ος τόμος του “Κεφαλαίου”: Η διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου.



1ο μέρος:Εμπόρευμα και χρήμα
2ο μέρος:Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο
3ο μέρος:Η παραγωγή απόλυτης υπεραξίας
4ο μέρος:Η παραγωγή σχετικής υπεραξίας
5ο μέρος:Η παραγωγή της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας
6ο μέρος:Ο μισθός της εργασίας
7ο μέρος:Η διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου

1ο μέρος (3 κεφάλαια: 1. Το εμπόρευμα, 2. Η διαδικασία της ανταλλαγής, 3. Το χρήμα, ή η κυκλοφορία των εμπορευμάτων)


Το εμπόρευμα

1.
Οι δύο παράγοντες του εμπορεύματος:Αξία χρήσης και αξία


Ο Μαρξ αρχικά περιγράφει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής όπως αυτός φαίνεται στην επιφάνεια “ως ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα”, γι' αυτό και η έρευνα αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος.
Η πρώτη πρόσληψη του εμπορεύματος είναι ότι είναι ένα ωφέλιμο πράγμα-αντικείμενο που ικανοποιεί οποιεσδήποτε ανθρώπινες ανάγκες, παρουσιάζει δηλαδή αξία χρήσης, η οποία καθορίζεται από τις ιδιότητες του σώματος του εμπορεύματος και πραγματοποιείται μονάχα στη χρήση ή την κατανάλωσή του.
Η ανταλλακτική αξία υπάρχει ως ιδιότητα του εμπορεύματος στην κοινωνική μορφή που εξετάζουμε (κεφαλαιοκρατία) και εμφανίζεται ως η ποσοτική σχέση, η αναλογία με την οποία ανταλλάσσονται μεταξύ τους οι αξίες χρήσης ενός είδους με τις αξίες χρήσης άλλου είδους. Η διαρκώς μεταβαλλόμενη αυτή σχέση μας δίνει αρχικά την ενυπωση ότι πρόκειται για μία τυχαία ιδιότητα του εμπορεύματος. Το γεγονός ότι ένα εμπόρευμα ανταλλάσσεται με πληθώρα άλλων εμπορευμάτων σε διάφορες αναλογίες (π.χ. 1 ποσότητα σταριού ανταλλάσσεται με χ κουτιά μπογιά, ή με ψ ποσότητα μετάξι, ή με ω ποσότητα χρυσό, κλπ) καθιστά τις αξίες που ανταλλάσσονται ίσες μεταξύ τους, κάτι που μας οδηγεί στα εξής συμπεράσματα: 1. “Οι διάφορες ανταλλακτικές αξίες του ίδιου εμπορεύματος εκφράζουν κάτι το όμοιο” και 2. “Η ανταλλακτική αξία μπορεί γενικά να είναι μόνο ο τρόπος έκφρασης, η “μορφή εμφάνισης” ενός περιεχομένου που διαφέρει από την ανταλλακτική αξία.”
Απαλείφοντας την αξία χρήσης από το εμπόρευμα, αφού ως ανταλλακτική αξία(ποσότητα) το εμπόρευμα δεν περιέχει αξία χρήσης(ποιότητα), αυτό που απομένει είναι ότι το εμπόρευμα είναι προϊόν εργασίας. Με την αφαίρεση της αξίας χρήσης όμως, αφαιρούνται οι ωφέλιμες ιδιότητες του εμπορεύματος, άρα και η ποιότητα της εργασίας για την παραγωγή του, η συγκεκριμένη ωφέλιμη εργασία και απομένει η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, η ξοδεμένη ανθρώπινη εργατική δύναμη, αυτή η κοινωνική ουσία όπως αναφέρει ο Μαρξ “που δημιουργεί αξία”. Από εδώ προκύπτει ότι το μέγεθος της αξίας μετρείται με το ποσό της εργασίας που περιέχεται στο εμπόρευμα (η ποσότητα της εργασίας μετρείται με τη χρονική της διάρκεια).
Εργατική δύναμη είναι η κοινωνική μέση εργατική δύναμη η οποία χρειάζεται μόνο τον μέσο αναγκαίο ή κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή ενός δοσμένου εμπορεύματος, άρα και η σχέση της αξίας ενός εμπορεύματος με την αξία ενός αλλου είναι ίδια με τη σχέση του αναγκαίου χρόνου εργασίας για το ένα με τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για το άλλο. Ο χρόνος εργασίας αλλάζει με κάθε αλλαγή της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από: το μέσο βαθμό δεξιοτεχνίας των εργατών, τη βαθμίδα ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογικής εφαρμογής της, τον κοινωνικό συντονισμό της διαδικασίας της παραγωγής, την έκταση και την αποτελεσματικότητα των μέσων παραγωγής και από τους φυσικούς όρους, μεταξύ άλλων. Οπότε: το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος αλλάζει ευθέως ανάλογα με την ποσότητα της εργασίας και αντιστρόφως ανάλογα με την παραγωγική δύναμη της εργασίας.
Για να είναι εμπόρευμα ένα πράγμα προϋπόθεση είναι να αποτελεί αξία χρήσης, αλλά αυτό δεν το κάνει αυτομάτως εμπόρευμα. Πρέπει παράλληλα να είναι προϊόν εργασίας το οποίο θα μεταβιβαστεί σε κάποιον άλλον που του χρησιμεύει ως αξία χρήσης μέσω της ανταλλαγής.

2) Ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας που περιέχεται στα εμπορεύματα.

Αφού έχει εξετάσει τις δύο αυτές πλευρές του εμπορεύματος, ο Μαρξ περνά στην εξέταση αυτού που ονομάζει ως το “κεντρικό σημείο που γύρω του περιστρέφεται η κατανόηση της πολιτικής οικονομίας”, το διφυή χαρακτήρα της εργασίας – αφ'ενός ως παραγωγός αξιών χρήσης και αφετέρου ως παραγωγός αξιών.
Η εργασία που η ωφελιμότητά της εκφράζεται με την αξία χρήσης του προϊόντος της συνιστά την ωφέλιμη εργασία, και καθορίζεται από το σκοπό που επιδιώκει, τον τρόπο που ενεργεί, το αντικείμενο, τα μέσα και το αποτέλεσμά της. Το σύνολο των πολυποίκιλων ωφέλιμων εργασιών αποτελεί τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, ο οποίος αποτελεί όρο ύπαρξης της εμπορευματικής παραγωγής - αφού για να μπορούν να αντιπαρατεθούν μεταξύ τους αξίες χρήσης πρέπει να περιέχουν μέσα τους ποιοτικά διαφορετικές ωφέλιμες εργασίες - αν και η εμπορευματική παραγωγή δεν αποτελεί όρο ύπαρξης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Σαν ωφέλιμη εργασία, η εργασία είναι ανεξάρτητος από κάθε κοινωνική μορφή όρος ύπαρξης του ανθρώπου, αιώνια φυσική ανάγκη, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή η ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, δεν είναι δηλ. δυνατή η ανθρώπινη ζωή. Στην παραγωγή του ο άνθρωπος μπορεί να ενεργεί μόνο όπως και η ίδια η φύση, δηλ. ν' αλλάζει μονάχα τη μορφή της ύλης.
Αν παραβλέψουμε τον ωφέλιμο χαρακτήρα της εργασίας εκείνο που απομένει είναι ότι αποτελεί ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης, αφηρημένης εργασίας, ξόδεμα ανθρώπινου μυαλού, μυών, νεύρων, χεριών κλπ, η οποία αποτελεί την πηγή της αξίας. Σ' αυτό το σημείο ο Μαρξ αναφέρει ότι η συνθετότερη εργασία είναι πολλαπλασιασμένη απλή εργασία που διαθέτει κατά μέσο όρο στον οργανισμό του κάθε συνηθισμένος άνθρωπος. Οι εργασίες για την παραγωγή διαφόρων εμπορευμάτων είναι η ουσία της αξίας τους “μονάχα εφόσον γίνεται αφαίρεση από την ιδιαίτερη ποιότητά τους και εφόσον έχουν και οι δυό την ίδια ποιότητα, την ποιότητα ότι είναι ανθρώπινη εργασία”.
Η παραγωγική δύναμη είναι στοιχείο της ωφέλιμης συγκεκριμένης εργασίας και καθορίζει το βαθμό αποτελεσματικότητας της σκόπιμης παραγωγικής δραστηριότητας (ευθέως ανάλογη σχέση). Δε θίγει όμως την αφηρημένη εργασία που εκφράζεται σε αξία, ανεξάρτητα από τις αλλαγές στην παραγωγική δύναμη, η ίδια εργασία δίνει πάντα στα ίδια χρονικά διαστήματα το ίδιο μέγεθος αξίας.

3) Η μορφή της αξίας ή η ανταλλακτική αξία.

Αφού έχει καταδείξει ότι ένα αντικείμενο είναι εμπόρευμα εφόσον παρουσιάζει τη μορφή της αξίας χρήσης και τη μορφή της αξίας, και την πηγή τους (συγκεκριμένη και αφηρημένη εργασία), ο Μαρξ περνάει στη μελέτη της μορφής της αξίας καθεαυτής. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο στην κοινωνική σχέση ενός εμπορεύματος με ένα άλλο εμπόρευμα, αφού η αξιακή αντικειμενικότητα ως καθαρά κοινωνική ιδιότητα εκδηλώνεται μόνο εκεί. Εδώ παρατηρούμε την περιγραφή της ζωντανής εξέλιξης της μορφής της αξίας από την απλή της μορφή μέχρι την ώριμη και γνωστή σε όλους χρηματική μορφή.

Ι. Η απλή, μεμονωμένη ή τυχαία μορφή της αξίας είναι η σχέση:
χ εμπόρευμα Α = ψ εμπόρευμα Β
η οποία παρουσιάζει δύο αλληλοκαθοριζόμενους και ταυτόχρονα αλληλοαποκλειόμενους πόλους: τη σχετική μορφή της αξίας (η αξία του εμπορεύματος που εκφράζεται σε σχέση με την αξία ενός άλλου) και την ισοδύναμη μορφή (η αξία του εμπορεύματος που χρησιμεύει ως ισοδύναμο για την έκφραση της αξίας του πρώτου εμπορεύματος).
Σε αυτή τη σχέση αναφερόμενο το εμπόρευμα Α στο εμπόρευμα Β σαν προς σώμα αξίας, σαν προς υλοποίηση ανθρώπινης εργασίας, μετατρέπει την αξία χρήσης Β σε υλικό που εκφράζει τη δική του αξία. Η αξία του εμπορεύματος Α, εκφρασμένη έτσι με την αξία χρήσης του εμπορεύματος Β έχει τη μορφή της σχετικής αξίας.
Οι πραγματικές αλλαγές στα μεγέθη της αξίας δεν καθρεφτίζονται ούτε αναμφισβήτητα ούτε εξαντλητικά στη σχετική τους έκφραση ή στο μέγεθος της σχετικής αξίας.
Στον άλλο πόλο, εξετάζοντας την ισοδύναμη μορφή της αξίας ο Μαρξ καταδεικνύει τρεις ιδιομορφίες: 1. Η αξία χρήσης γίνεται μορφή εμφάνισης του αντίθετού της, της αξίας. 2. Η συγκεκριμένη εργασία γίνεται η μορφή εμφάνισης του αντίθετού της, της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας και 3. Η ατομική εργασία (κάθε εργασία που παράγει εμπορεύματα είναι ατομική) γίνεται μορφή του αντίθετού της, εργασία με άμεσα κοινωνική μορφή.
Σε αυτή τη σχέση η μορφή της αξίας χρήσης παρασταίνεται με τη φυσική μορφή του εμπορεύματος Α, ενώ η μορφή της αξίας παρασταίνεται με τη φυσική μορφή του εμπορεύματος Β. Έτσι η εσωτερική αντίθεση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία παρουσιάζεται ως εξωτερική σχέση δύο εμπορευμάτων. Η απλή μορφή της αξίας είναι η απλή μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία.
Η μορφή αυτή αντιστοιχεί στην πρωταρχική εμφάνιση των εμπορευμάτων, η ανταλλαγή των οποίων συμβαίνει τυχαία και ευκαιριακά. Η αντίθεση μεταξύ των δύο πόλων, σχετικής και ισοδύναμης μορφής, δεν έχει ακόμα παγιωθεί, με την εξίσωση να διαβάζεται το ίδιο και από τις δύο πλευρές.

ΙΙ. Η ολική ή αναπτυγμένη μορφή της αξίας:
Οι διάφορες απλές εκφράσεις της μορφής της αξίας ενός εμπορεύματος, ανάλογα με ποιό εμπόρευμα έρχεται σε ανταλλακτική σχέση αποτελούν αυτή τη μορφή της αξίας, η οποία μπορεί να παρασταθεί ως εξής:
ω εμπόρευμα Α = υ εμπόρευμα Β, ή = φ εμπόρευμα Γ, ή = ψ εμπόρευμα Δ,
ή = χ εμπόρευμα Ε, ή = κλπ.

Σε αυτό το στάδιο η ανταλλακτική σχέση των εμπορευμάτων παύει να είναι τυχαία, αφού μια αναρίθμητη σειρά από εμπορεύματα μπορεί να παίζει το ρόλο της ισοδύναμης μορφής και η αξία εδώ πλέον εμφανίζεται σαν πήγμα αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, αφού η εργασία για την παραγωγή ενός εμπορεύματος μπορεί να εξισωθεί με την εργασία για την παραγωγή οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος.
Από την άλλη αυτή η μορφή της αξίας είναι ακόμα ανεπαρκής αφού η αξία εκφράζεται με μια ατέλειωτη σειρά από σκόρπιες και διαφορετικές εξισώσεις. Η ισοδύναμη επίσης μορφή είναι ιδιαίτερη και διαφορετική κάθε φορά και δεν αποτελεί μια εξαντλητική και καθολική μορφή.
Σε αυτό το στάδιο της αντίφασης σχετικής και ισοδύναμης μορφής, κάθε φορά μόνο ένα εμπόρευμα μπορεί να αναπτύξει ολοκληρωτικά τη σχετική του αξία και η εξίσωση δεν μπορεί να αντιστραφεί χωρίς να μετατραπεί ποιοτικά στη:

ΙΙΙ. Γενική μορφή της αξίας:
όπου:
υ εμπόρευμα Β
φ εμπόρευμα Γ
ψ εμπόρευμα Δ = ω εμπόρευμα Α
χ εμπόρευμα Ε
κλπ...

Η έκφραση της αξίας γίνεται πλέον απλή αφού γίνεται με ένα μόνο εμπόρευμα, και γενική, ενιαία, αφού γίνεται μέσω του ίδιου εμπορεύματος για όλα τα εμπορεύματα. Η αξία του εμπορεύματος διαφέρει από την αξία χρήσης του μα και από την αξία χρήσης όλων των άλλων εμπορευμάτων, τα οποία προβάλλουν πλέον ως ανταλλακτικές αξίες.
Η γενική μορφή της αξίας είναι κοινό έργο του κυρίαρχου πια κόσμου των εμπορευμάτων, με κάθε νέο εμπόρευμα να είναι υποχρεωμένο να εκφράζει την αξία του με το ίδιο γενικό ισοδύναμο.
Αντίστοιχα η εργασία για την παραγωγή οποιουδήποτε εμπορεύματος εξισώνεται με την εργασία για την παραγωγή του γενικού ισοδύναμου, καταδεικνύοντας τον κυρίαρχο ρόλο της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, της κατανάλωσης εργατικής δύναμης στον κόσμο της εμπορευματικής παραγωγής.
Η γενική-κοινωνική σχετική μορφή της αξίας ισχύει για όλα τα εμπορεύματα εφ'όσον αποκλείονται από τη γενική ισοδύναμη μορφή και η γενική ισοδύναμη μορφή υπάρχει ως τέτοια επειδή όλα τα άλλα εμπορεύματα αποκλείονται από αυτήν (η σχετική αξία του γενικού ισοδύναμου εκφράζεται με την ατελείωτη σειρά των σωμάτων των εμπορευμάτων).
Ιστορικά ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα κατέκτησε τη θέση του γενικού ισοδύναμου, ο χρυσός, δίνοντας την:

ΙV. Χρηματική μορφή της αξίας:
Η πρόοδος σε σχέση με τη μορφή ΙΙΙ συνίσταται στο ότι η γενική ισοδύναμη μορφή είναι τώρα από κοινωνική συνήθεια συνυφασμένη οριστικά με την ειδική φυσική μορφή του εμπορεύματος χρυσός. Η απλή σχετική έκφραση της αξίας ενός εμπορεύματος με το χρυσό είναι η μορφή της τιμής.
Σε αυτή τη σχέση εξέλιξης ο Μαρξ τονίζει ότι η εξέλιξη της ισοδύναμης μορφής είναι απλώς έκφραση και αποτέλεσμα της εξέλιξης της σχετικής μορφής της αξίας.

4)Ο φετιχικός χαρακτήρας του εμπορεύματος και το μυστικό του.

Τέλος ο Μαρξ καταδεικνύει το φετιχικό χαρακτήρα του εμπορεύματος δηλαδή την πρόσληψη του προϊόντος της εργασίας ως κάτι του υπεραισθητού, με μυστηριώδεις ιδιότητες, κάτι που συμβαίνει μόνο όταν αυτό υπάρχει με τη μορφή του εμπορεύματος, δηλαδή παράγεται για την ανταλλαγή. Ο φετιχικός χαρακτήρας του εμπορεύματος υποδηλώνει την κυριαρχία των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων και την πρόσληψη από τους ανθρώπους των κοινωνικών σχέσεων στην εργασία ως εμπράγματων σχέσεων ή ως κοινωνικών σχέσεων μεταξύ πραγμάτων έξω απ'αυτούς.
Η ωρίμανση του αντικειμένου (χρηματική μορφή) μπορεί να οδήγησε στη σκέψη και τις θεωρίες περί του αντικειμένου, οδήγησε όμως σε μια στρεβλή και αντεστραμμένη πρόσληψή του (βλ. αστική πολιτική οικονομία), συγκαλύπτοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα των ατομικών εργασιών και προβάλλοντας το προϊόν της εργασίας-εμπόρευμα (γι'αυτό και ο χριστιανισμός με τη λατρεία του αφηρημένου ανθρώπου αποτελεί την καταλληλότερη μορφή θρησκείας στην κεφαλαιοκρατία).
Η υλική διαδικασία της παραγωγής θα αποβάλει το μυστικιστικό πέπλο της μόνο από τη στιγμή που σαν προϊόν μιας ελεύθερης κοινωνικής ένωσης ανθρώπων θα βρίσκεται κάτω από το συνειδητό σχεδιασμένο έλεγχό τους.


Κ. Ηλιάδης Σουηδία 2010

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΩΣ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

«Η εργασία είναι πρώτα μια διαδικασία ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, μια διαδικασία όπου ο άνθρωπος με τη δική του πράξη μεσολαβεί, ρυθμίζει και ελέγχει την ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον εαυτό του και τη φύση. Την ύλη της φύσης ο ίδιος ο άνθρωπος την αντιμετωπίζει σαν μια φυσική δύναμη. Τις φυσικές δυνάμεις που ανήκουν στο σώμα του, τα μπράτσα και τα πόδια, το κεφάλι και τα χέρια, τα βάζει σε κίνηση για να ιδιοποιηθεί τη φυσική ύλη με μια μορφή χρήσιμη για τη δική του ζωή. Επενεργώντας με την κίνηση αυτή πάνω στη φύση που βρίσκεται έξω απ’ αυτόν και αλλάζοντάς την, αλλάζει ταυτόχρονα και τη δική του φύση. Αναπτύσσει τις δυνάμεις που κοιμούνται μέσα της και υποτάσσει στην κυριαρχία του το παιχνίδι των δυνάμεών της.»
Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο




Η εργασία (και η παραγωγή) ως διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, ανακύπτει ιστορικά ως η επίλυση μιας αντίφασης, της αλληλεπίδρασης μεταξύ έμβιων όντων και περιβάλλοντος.

Στην αλληλεπίδραση έμβιων όντων και φυσικού περιβάλλοντος μπορούμε να διακρίνουμε επιγραμματικά τέσσερις μορφές:

Η πρώτη, μη ανεπτυγμένη μορφή, όπου η κατανάλωση ταυτίζεται άμεσα με τη διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση (χαρακτηριστική για τα φυτά) και καθορίζεται κατά αποφασιστικό τρόπο από τις ιδιαιτερότητες του φυσικού περιβάλλοντος.

Η δεύτερη μορφή, όπου παρατηρείται διαχωρισμός της διαδικασίας κατανάλωσης και εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση (χαρακτηριστική για τα ζώα), με αποφασιστικό και εδώ το ρόλο των ιδιαιτεροτήτων του φυσικού περιβάλλοντος (που εξαναγκάζει τα ζώα να κινούνται προς εξασφάλιση των αντίστοιχων αναλώσιμων αντικειμένων).


Η τρίτη, πιο ανεπτυγμένη μορφή εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση, είναι η χρησιμοποίηση των ιδιοτήτων αντικειμένων ανόργανης και οργανικής προέλευσης, δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Πρόκειται για μια ενδιάμεση, μεταβατική μορφή, όπου χρησιμοποιούνται αντικείμενα που δεν είναι όργανα του σώματος, όμως αυτή η χρησιμοποίηση παραμένει τυχαία και αυτά τα μέσα χρησιμοποιούνται για απόσπαση από το φυσικό περιβάλλον έτοιμων αντικειμένων προς κατανάλωση. Ο αποφασιστικός ρόλος των ιδιαιτεροτήτων του φυσικού περιβάλλοντος διατηρείται.

Η αντίφαση επιλύεται στην τέταρτη μορφή, όπου τα μέσα επενέργειας στη φύση μεταβάλλονται λειτουργικά και μορφολογικά και αποτελούν πλέον κυρίαρχη στιγμή στη διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση. Αυτή η μορφή αλληλεπίδρασης με το φυσικό περιβάλλον συνιστά ιδιότυπα ανθρώπινη μορφή και προβάλλει από δύο πλευρές: Από την πλευρά της συμμετοχής σε αυτήν του ανθρώπου και από την πλευρά της εσωτερικής ενότητάς της με την κατανάλωση. Θεωρούμενη από την πρώτη πλευρά, συνιστά την εργασία, ενώ θεωρούμενη από τη δεύτερη πλευρά συνιστά την παραγωγή.

Μπορούμε να δούμε ως αναγκαίες προϋποθέσεις εμφάνισης αυτής της ιδιότυπα ανθρώπινης μορφής αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, της εργασίας, την ανάπτυξη του εγκεφάλου και του ανθρώπινου νευρικού συστήματος εν συνόλω, την υποχώρηση των ενστίκτων, την απελευθέρωση και ανάπτυξη των χεριών, που προέκυψε από την όρθια στάση και τη δίποδη βάδιση, αλλά και την αγελαία μορφή συνύπαρξης των προγόνων του ανθρώπου (από την οποία θα προκύψει η κοινότητα) ώστε να υπάρχει η ικανότητα μετάδοσης εμπειρίας(αγωγή).(1)

Συστατικά στοιχεία της εργασίας αποτελούν: ο άνθρωπος ως υποκείμενο της εργασίας, το αντικείμενο της εργασίας, τα μέσα της εργασίας, το αποτέλεσμα ή προϊόν της εργασίας. Η εργασία είναι η αλληλεπίδραση αυτών των συστατικών στοιχείων, τα οποία εκτός αυτής της ενότητας δεν υφίστανται ως τέτοια. Όχι μόνο δεν υφίστανται το καθένα χωριστά από τα υπόλοιπα , αλλά και αλληλοδημιουργούνται. Τυχόν μεταβολή του ενός οδηγεί, σε τελευταία ανάλυση, σε αντίστοιχη μεταβολή των υπολοίπων.

Μέσο της εργασίας είναι εκείνο με τη βοήθεια του οποίου ο άνθρωπος επενεργεί σε κάτι άλλο κατά ορισμένο τρόπο για την επίτευξη του σκοπού, για τη δημιουργία ενός αντικειμένου, κατάλληλου για την ικανοποίηση αναγκών. Το μέσο της εργασίας εκτός αυτής της ενότητας αποτελεί απλώς ένα αντικείμενο της φύσης (και αν στην περίπτωση αυτή επιδρά σε άλλο αντικείμενο, θα πρόκειται για φυσική επίδραση ενός φυσικού αντικειμένου επί ενός άλλου φυσικού αντικειμένου).

Αντικείμενο της εργασίας είναι εκείνο επί του οποίου ασκείται η επενέργεια με τη βοήθεια του μέσου της εργασίας κατά ορισμένο τρόπο για την επίτευξη του αποτελέσματος της εργασίας, για τη δημιουργία ενός αντικειμένου, κατάλληλου για την ικανοποίηση αναγκών. Εκτός αυτής της ενότητας το αντικείμενο της εργασίας περιπίπτει απλώς στην κατάσταση του αντικειμένου της φύσης.

Τρόπος της εργασίας είναι το πώς ασκείται η επενέργεια επί του αντικειμένου της εργασίας με τη βοήθεια των μέσων εργασίας προς επίτευξη του αποτελέσματος, της εκπλήρωσης του σκοπού, της δημιουργίας αντικειμένου, κατάλληλου για την ικανοποίηση ανάγκης.

Αποτέλεσμα της εργασίας, ακριβώς ως αποτέλεσμα, είναι το τι δημιουργείται μέσω της εργασίας με τη βοήθεια της επενέργειας των μέσων εργασίας επί του αντικειμένου εργασίας προς επίτευξη του σκοπού, της δημιουργίας αντικειμένου κατάλληλου για την ικανοποίηση μιας ανάγκης.

Τι είναι όμως ο σκοπός; Όπως αναφέρει ο Κ. Μαρξ: « Προϋποθέτουμε την εργασία με μια μορφή που ανήκει αποκλειστικά στον άνθρωπο. Η αράχνη κάνει δουλειές που μοιάζουν μ’ αυτές που κάνει ο υφαντής, και η μέλισσα με το χτίσιμο των κυττάρων της κερύθρας της ντροπιάζει κάμποσους ανθρώπους- αρχιτέκτονες. Αυτό όμως που ξεχωρίζει από τα πρίν το χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι έχει κιόλας φτιάξει το κύτταρο στο κεφάλι του, προτού το φτιάξει στο κερί. Στο τέλος της εργασιακής διαδικασίας λαμβάνεται ένα αποτέλεσμα, το οποίο ήδη από την αρχή αυτής της διαδικασίας υπήρχε στην αντίληψη του ανθρώπου, δηλαδή ιδεατά. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει μόνο τη μορφή αυτού που είναι δεδομένο από τη φύση. Εντός αυτού που είναι δεδομένο από τη φύση, υλοποιεί ταυτοχρόνως και τον συνειδητό του σκοπό, ο οποίος καθορίζει ως νόμος τον τρόπο και το χαρακτήρα της δράσης του και στον οποίο οφείλει να υποτάσσει τη βούλησή του». Η εν λόγω μαρξική περιγραφή του σκοπού προέρχεται από εκείνο το μέρος του «Κεφαλαίου», όπου ο Κ. Μαρξ, σύμφωνα με το ζητούμενο της έρευνάς του, ήταν απαραίτητο να προβεί σε ανάλυση της εργασίας ως δεδομένης και όχι στην εμφάνισή της, μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η εργασία αρχίζει με τη σκοποθεσία. Αν όμως δούμε την εργασία εν γένει, στην αλληλεπίδραση όλων των συστατικών της στοιχείων (και ο σκοπός είναι ένα από αυτά) , αντιλαμβανόμαστε ότι η εργασιακή διαδικασία παίζει τον καθοριστικό ρόλο έναντι του σκοπού, ο οποίος προέρχεται από την ανάγκη και ανακύπτει με τη γέννηση της εργασίας. Ανακύπτει και διαμορφώνεται με την εμφάνιση και διαμόρφωση όλων των συστατικών στοιχείων της –κάθε συγκεκριμένης- εργασιακής διαδικασίας και επιδρά σε αυτήν και τα υπόλοιπα συστατικά της στοιχεία, όπως και δέχεται την επίδραση αυτών και τροποποιείται κατά την εξέλιξη της εργασιακής διαδικασίας. Ως προτρέχουσα σύλληψη του αποτελέσματος (ως παράσταση) , ο σκοπός είναι δυνητικός, ενώ πραγματικός γίνεται με τη μετατροπή του σε αποτέλεσμα. Ο πραγματικός σκοπός προϋποθέτει την ύπαρξη των αντίστοιχων υπόλοιπων συστατικών στοιχείων της εργασίας (αντικειμένου, μέσου, αλλά και ανθρώπου με κατάλληλες εργασιακές γνώσεις και δεξιότητες) και είναι πραγματικός μόνο εφόσον είναι εφικτός και υλοποιούμενος.(2)

Πέραν του ότι η εργασιακή δραστηριότητα συνιστά μετασχηματισμό του εξωτερικού αντικειμένου, με τη βοήθεια κατάλληλων μέσων, για την ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου με τα προϊόντα της εργασίας, έχει ακόμα μία πλευρά: Συνιστά μετασχηματισμό υλοποιούμενο από ένα σύνολο ανθρώπων (δεδομένου ότι ο απομονωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει). Η ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας είναι ανέφικτη χωρίς την κοινοποίηση των ουσιωδών γνωρισμάτων του αντικειμένου, χωρίς την συλλογική χρήση- βελτίωση του μέσου, κατά τον αντίστοιχο σε αυτό λειτουργικά και μορφολογικά προορισμό- τρόπο επενέργειας. Το μέσο αποτελεί κωδικοποιημένο συμπύκνωμα μορφών και τρόπων συλλογικής δραστηριότητας. Μέσω του διαμεσολαβητικού του χαρακτήρα (στη διαλεκτική σχέση μεταξύ υποκειμένου- αντικειμένου αλλά και των υποκειμένων προς άλληλα) , κατά την ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας, συνδέεται με την εμφάνιση και ανάπτυξη του «δεύτερου συστήματος σήμανσης», ως ιδιότυπης για τον άνθρωπο ανώτερης νευρικής λειτουργίας μέσω σημείων, συμβόλων.(3)

Κατά το στάδιο της διαμόρφωσης της εργασιακής διαδικασίας, πηγή κίνησής της αποτελεί η αναγκαιότητα διατήρησης της ζωής των ανθρώπων, δηλαδή η αυτοανανέωση των βιολογικών, σωματικών αναγκών τους. Αυτοανανεούμενες οι βιολογικές, σωματικές ανάγκες εντός της διαδικασίας κατανάλωσης των προϊόντων της εργασίας, απαιτούν και ανανέωση αυτών των προϊόντων, επομένως και ανανέωση της εργασίας. Άρα η εργασία λειτουργεί ως μέσο για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών (που μετατρέπονται σε σκοπό της εργασίας) , οι οποίες προβάλλουν ως παγιωμένες και αμετάβλητες αφού ο άνθρωπος, ως βιολογικό είδος, δεν μεταβάλλεται ουσιωδώς. Έτσι και η εργασία υφίσταται στο μεγαλύτερο μέρος της ως επαναλαμβανόμενη, με κύριο στοιχείο την αύξηση της ποσότητας του αποτελέσματος, τη μαζική παραγωγή, ενώ η ποιοτική μεταβολή υπάρχει μόνο ως υπηγμένη στιγμή. Μπορούμε να πούμε ότι η εργασία εδώ κινείται- αναπτύσσεται με βάση εξωτερική πηγή κίνησης (τις βιολογικές ανάγκες), στο έδαφος της διαδικασίας από την οποία προέκυψε, την αλληλεπίδραση έμβιου όντος- φυσικού περιβάλλοντος, και όχι εσωτερική, η οποία εδώ διαμορφώνεται.

Όμως η ίδια η αναγκαιότητα επανάληψης της εργασιακής διαδικασίας οδηγεί στην εξέλιξή της, μέσω της προσπάθειας ανεύρεσης ενός, κατά το δυνατό, ομοιογενέστερου φυσικού υλικού για τα μέσα και τα αντικείμενα εργασίας. Έτσι εντός της εργασιακής διαδικασίας (στην αλληλεπίδραση όλων των συστατικών της στοιχείων) , μέσω της εμπειρίας και της συσσώρευσης γνώσεων περί του αντικειμένου και του μέσου εργασίας, αυτά μεταβάλλονται προς όλο και καθολικότερες μορφές, κυρίως όσον αφορά το μέσο· όσον αφορά το αντικείμενο, αυτό υπόκειται σε προκαταρτική επεξεργασία για να του δοθεί ομοιογένεια και να καταστεί λιγότερο ευμετάβλητο ως αντικείμενο της εργασίας (μέσω αυτής της διαδικασίας έπεται και η αναγκαιότητα εμφάνισης της εκπαίδευσης, της επιστήμης και της τεχνολογίας). Οπότε η απλή επανάληψη μιας δεδομένης εργασιακής διαδικασίας κατά την παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση, οδηγεί σε διαμελισμό της, σε σχηματισμό καινούργιων ειδών εργασίας, σε εργασία προς δημιουργία αντικειμένων προς κατανάλωση, σε εργασία προς δημιουργία μέσων και αντικειμένων της εργασίας, καθώς επίσης και σε εργασία προς δημιουργία του υποκειμένου της εργασίας (εκπαίδευση). Η περιπλοκή και η αύξηση της εργασίας αργά ή γρήγορα προσκρούουν στους περιορισμούς των δυνάμεων του μεμονωμένου ανθρώπου και οδηγούν στον καταμερισμό της εργασίας.

Πλέον όλα τα συστατικά στοιχεία της εργασίας, μεταβάλλονται λειτουργικά και μορφολογικά από την ίδια την εργασιακή διαδικασία (συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου), δεν είναι πλέον δοσμένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή, «η εργασιακή διαδικασία μετασχηματίζει εναρμονίζοντας καθ’ομοίωσιν της [και υπέρ της] όλα τα συστατικά στοιχεία της εργασίας, γεγονός που σημαίνει ότι συγκροτεί αντίστοιχη εαυτής βάση, δηλαδή διαμορφώνεται, ωριμάζει».(4) Η πηγή κίνησης της εργασίας είναι ακόμα εξωτερική ως προς την ίδια την εργασία (καθορίζεται από τις βιολογικές ανάγκες) και όριο ανάπτυξης της εργασίας, της παραγωγής, είναι το μέγιστο της ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών του πληθυσμού.

Όπως αναφέραμε η εργασία διαμελίζει τα συστατικά της στοιχεία, αλλά και τα μεταβάλλει λειτουργικά και μορφολογικά· από την εξωτερική τους διασύνδεση, ως έτοιμα- δοσμένα στοιχεία της φύσης, αποκτούν τώρα εσωτερική διασύνδεση, ως προϊόντα της παρελθούσας εργασίας. Εδώ μπορούμε να πούμε ότι η εργασία ωριμάζει. Ταυτοχρόνως, η ωριμότητα της εργασίας συνίσταται στην εδραίωση της δημιουργημένης από την ίδια την εργασία σχετικής αυτοτέλειας, της απομόνωσης των συστατικών στοιχείων της εργασίας, στα πλαίσια της εσωτερικής διασύνδεσής τους. Όσο γίνεται πιο διαμελισμένη και περίπλοκη ο άνθρωπος ωθείται όλο και περισσότερο εκτός της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. « Συνεπώς, η ανάπτυξη της εργασίας ενέχει και την τάση αυτοκαταστροφής της εργασίας μέσω της ίδιας της ανάπτυξής της».(5)

Στην ώριμη εργασία μορφοποιείται η εργασιακή ανάγκη, η ανάγκη του ανθρώπου για εργασία χάριν της ίδιας της εργασίας. Η ανάγκη για εργασία χάριν της εργασίας υπάρχει και στα προγενέστερα στάδια, ως στιγμή όμως της εργασίας που γίνεται για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών. Στην ωριμότητά της, η εργασία χάριν της εργασίας (ως ανάγκη, ως αυτοσκοπός) συνιστά την κυρίαρχη στιγμή και αποτελεί ουσιαστικά κοινωνική ανάγκη, αν και έχει και μια βιολογική βάση, κάποιες ιδιαζόντως ανθρώπινες φυσικές προϋποθέσεις, που αφορούν κυρίως τη διάρθρωση του εγκεφάλου, αλλά και των χεριών του ανθρώπου (εδώ έγκειται και η μορφολογική μεταβολή του ανθρώπου εντός της εργασιακής διαδικασίας). Η εργασία προβάλλει πλέον ως ανανεούμενη- αναπτυσσόμενη (και όχι ως επαναλαμβανόμενη) με κυρίαρχη την ποιότητα του αποτελέσματος αλλά και της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Η εργασία (αν υφίσταται πλέον ως εργασία), συνιστά δημιουργία, χαρακτηρίζεται από την ενεργό, γόνιμη και απορρέουσα από τις ανάγκες της εποχής αφομοίωση ήδη υπάρχοντος πολιτισμικού πλούτου (γι’ αυτό και είναι καθολική δραστηριότητα) , είναι κάθε δραστηριότητα, είτε με τη μορφή της χειρωνακτικής εργασίας, είτε της επιστημονικής έρευνας, είτε της καλλιτεχνικής δημιουργίας, με στόχο την τελειοποίηση, την ομορφιά. «Το κύριο, το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της εργασίας, η οποία διεξάγεται χάριν της ανάγκης για εργασία είναι η δημιουργία κατά τους νόμους της ομορφιάς».(6) Όπως αναφέρει ο Κ. Μαρξ σ’ ένα απ’ τα πρώτα μεγάλα βήματα που έκανε στο δύσβατο μονοπάτι της επιστήμης: «Τα ζώα παράγουν μόνο προς μια κατεύθυνση, ενώ ο άνθρωπος παράγει καθολικά. Τα ζώα παράγουν μόνο κάτω από την πίεση της άμεσης φυσικής ανάγκης, ενώ ο άνθρωπος παράγει ακόμα κι όταν είναι ελεύθερος από τη φυσική ανάγκη και παράγει πραγματικά μόνο απελευθερωμένος από την ανάγκη αυτή. Τα ζώα παράγουν μόνο τον εαυτό τους, ενώ ο άνθρωπος αναπαράγει ολόκληρη τη φύση. Τα προϊόντα των ζώων ανήκουν άμεσα στα φυσικά τους σώματα, ενώ ο άνθρωπος είναι ελεύθερος απέναντι στο προϊόν του. Τα ζώα παράγουν σύμφωνα με τα πρότυπα και τις ανάγκες του είδους στο οποίο ανήκουν, ενώ ο άνθρωπος είναι ικανός να παράγει σύμφωνα με τα πρότυπα κάθε είδους και να επιβάλλει σε κάθε αντικείμενο το φυσικό του πρότυπο. Γι’ αυτό ο άνθρωπος παράγει- επίσης σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς»(7)



Υποσημειώσεις:

(1) «Η αυτόφυτη κοινότητα της φυλής, ή, αν θέλετε, η ορδή, είναι η πρώτη προϋπόθεση –η κοινότητα αίματος, γλώσσας, ηθών κλπ- για την ιδιοποίηση των αντικειμενικών όρων της ζωής των ανθρώπων, και για την αναπαραγωγική και αντικειμενοποιούμενη δραστηριότητά τους» και παρακάτω… «οι αρχέγονοι όροι της παραγωγής εμφανίζονται σαν φυσικές προϋποθέσεις, φυσικοί όροι ύπαρξης του παραγωγού· όπως ακριβώς και το ζωντανό του σώμα, όσο κι αν το αναπαράγει και το αναπτύσσει, αρχικά δεν δημιουργήθηκε απ’ τον ίδιο, εμφανίζεται σαν η προϋπόθεση του εαυτού του, η ίδια του η (σωματική) ύπαρξη είναι μια φυσική προϋπόθεση που δεν δημιουργήθηκε απ’ αυτόν.» Κ. Μαρξ, Grundrisse…

(2)«Συνεπώς, ο καθαυτό σκοπός μορφοποιείται στην ανεπτυγμένη εργασία και λειτουργεί σε καθ’ όλα ανεπτυγμένη μορφή στην επαναλαμβανόμενη εργασιακή διαδικασία. Ωστόσο, ο ανεπτυγμένος σκοπός δεν μπορεί να προηγείται της εργασιακής διαδικασίας, η οποία βρίσκεται σε μια διαδικασία εμφάνισης και διαμόρφωσης. Ο σκοπός προηγείται σε πλήρη βαθμό της πραγματικής εργασίας στην επαναλαμβανόμενη εργασιακή διαδικασία, κατά την απλή και αμετάβλητη εκ νέου επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας. Κατά την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της εργασιακής διαδικασίας ο σκοπός δεν προηγείται πλήρως της πραγματικής εργασίας, αλλά εμφανίζεται, διαμορφώνεται και αναπτύσσεται μαζί με αυτήν.» Β. Α. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας.

(3)βλ. Δ. Σ. Πατέλης, Αυτοματοποίηση της παραγωγής και χαρακτηριστικά της εργασίας.

(4) βλ. Β. Α. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας.

(5)Στο ίδιο.

(6)Στο ίδιο.

(7)Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (1844)



Κ. Ηλιάδης Θεσσαλονίκη 2006