Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Ο κομμουνισμός (ΙΙΙ) (τελευταίο)



(συνέχεια από το προηγούμενο)


Ώριμη κομμουνιστική κοινωνία είναι εκείνη η κοινωνία, χαρακτηριστικό της υλικοτεχνικής βάσης της οποίας είναι το ενιαίο αυτοματοποιημένο σύμπλεγμα, η παραγωγή αυτομάτων μέσω αυτομάτων. Κατά το στάδιο της μη ανεπτυγμένης αυτοματοποίησης επιτρέπεται να γίνεται λόγος περί δημιουργίας αυτομάτων μέσω αυτομάτων μόνο κατ’ ευφημισμό, διότι εδώ στη διαδικασία δημιουργίας αυτομάτων μέσω αυτομάτων παρεμβάλλονται σε σημαντικό βαθμό μη αυτοματοποιημένες παραγωγικές διαδικασίες, χειρισμοί κλπ. Η βαθμίδα του συμπλέγματος αυτοματοποιημένης παραγωγής αυτομάτων μέσω αυτομάτων προϋποθέτει τη δυνατότητα ευέλικτης αναδιάρθρωσης και μετάβασης από την παραγωγή ενός είδους προϊόντος σε άλλο, ικανότητες παραγωγής ποσότητας προϊόντων που υπερβαίνουν κατά πολύ, τις αντίστοιχες ικανότητες της μη αυτοματοποιημένης παραγωγής. Μ’ άλλα λόγια, σε αυτή τη βαθμίδα της αυτοματοποίησης η ευελιξία της παραγωγής και η ικανότητά της για ανάπτυξη υπερτερούν ριζικά έναντι των αντίστοιχων ιδιοτήτων της μηχανικής παραγωγής.

Ακριβώς η βαθμίδα της ανεπτυγμένης αυτοματοποίησης λειτουργεί ως η αναγκαία βάση για τη σταθερή διασφάλιση της ποσοτικής και ποιοτικής αφθονίας υλικών αγαθών.

Ως όριο πέραν του οποίου ξεκινά η [εν λόγω] αφθονία, λειτουργεί η δυνατότητα διασφάλισης του βέλτιστου για τη διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης των ατόμων. Όταν επιτυγχάνει η σοσιαλιστική κοινωνία τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης κατά το οποίο έρχεται σε θέση [που της επιτρέπει] να διασφαλίσει στο κάθε μέλος της κοινωνίας το ποσοτικό και ποιοτικό βέλτιστο ζωτικών πόρων, τότε επέρχεται ποιοτική αλλαγή του χαρακτήρα της περαιτέρω κοινωνικής ανάπτυξης. Εκτός αυτού, η βαθμίδα της ανεπτυγμένης αυτοματοποίησης αλλάζει άρδην τον χαρακτήρα της εργασίας. Σε συνθήκες μη αυτοματοποιημένης μηχανικής παραγωγής, ακόμα και κατά τη μη ανεπτυγμένη βαθμίδα της αυτοματοποίησης, υπερτερεί η εργασία που αφορά το χειρισμό μηχανών, μια εργασία η οποία είναι εν γένει και εν συνόλω κατ’ εξοχήν μηχανική. Κατά τη βαθμίδα της ώριμης αυτοματοποίησης περιστέλλεται δραστικά ο όγκος της μηχανικής εργασίας. Στα πλαίσια της αναγκαίας εργασίας της κοινωνίας, αυξάνει σημαντικά το μερίδιο της εργασίας που αφορά την τελειοποίηση και ανάπτυξη των αυτομάτων και καθίσταται [η εργασία αυτή] υπέρτερη [έναντι των λοιπών εργασιών]. Η ποσότητα, η διάρκεια της αναγκαίας εργασίας που αφορά το χειρισμό έτοιμων παρηγμένων μέσων παραγωγής, καθίσταται συγκριτικά ασήμαντη. Η δυνατότητα δραστικής μείωσης της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας, καθίσταται εφικτή ακριβώς όταν εδράζεται στην ώριμη αυτοματοποίηση.

Η εργασία που αφορά την τελειοποίηση και ανάπτυξη της αυτοματοποιημένης παραγωγής, είναι εργασία ως επί το πλείστον δημιουργική και απαιτεί επιστημονικές γνώσεις σε βάθος. Κατά τη βαθμίδα της ώριμης αυτοματοποίησης η δημιουργική εργασία καθίσταται τελικά υπέρτερη [έναντι της μη δημιουργικής]. Μόνο τότε εξαλείφονται πλήρως οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ φυσικής και πνευματικής εργασίας.

Όσο θα υπάρχει η ανθρωπότητα και η εργασία, θα εξακολουθεί να υπάρχει πάντοτε η αναγκαία για την κοινωνία εργασία. Ωστόσο, στη βαθμίδα της ώριμης αυτοματοποίησης, όπως απορρέει από τα προαναφερθέντα, αλλάζει ουσιαστικά προπαντός και κατά κύριο λόγο ο χαρακτήρας της αναγκαίας εργασίας: η αναγκαία εργασία μετατρέπεται από κατ’ εξοχήν μηχανική σε κατ’ εξοχήν δημιουργική. Γι’ αυτό αλλάζει και η αμοιβαία σχέση μεταξύ αναγκαίας και όλης της υπόλοιπης εργασίας του ανθρώπου: βαθμηδόν όλο και πιο πολύ χάνει τη σημασία της η σαφώς διαγεγραμμένη διαχωριστική γραμμή, η οποία οριοθετούσε την αναγκαία εργασία έναντι της λοιπής εργασίας, διότι και η αναγκαία εργασία, όπως άλλωστε και όλη η εργασία, γίνεται εσωτερική ανάγκη. Σε αυτή την περίπτωση το όριο μεταξύ εργασίας και ανάπαυσης από την εργασία τίθεται κατά κύριο λόγο από την ικανότητα του ανθρώπου προς τη βέλτιστη εργασία.

Κατά το στάδιο της εκμηχάνισης βαθμηδόν παρατηρείται ολοένα και περισσότερη απελευθέρωση του ανθρώπου από την αναγκαιότητα να καταβάλλει φυσικές προσπάθειες.

[Έκτοτε] για την διατήρηση της βέλτιστης βιολογικής ύπαρξης των ατόμων καθίσταται αναγκαία η φυσική αγωγή [καλλιέργεια] ως καταβολή [εφαρμογή] φυσικών προσπαθειών για τη διατήρηση και τελειοποίηση της υγείας. Τέτοιου είδους καταβολή φυσικών προσπαθειών καθίσταται αυθεντική φυσική αγωγή μόνον όταν και όποτε πραγματοποιείται ως ικανοποίηση ανάγκης του οργανισμού. [Τότε] η καταβολή φυσικών προσπαθειών μετατρέπεται σε εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου.

Κατά το στάδιο της αυτοματοποίησης ο άνθρωπος όλο και περισσότερο απαλλάσσεται από τη μηχανική πνευματική εργασία. Κατά τα φαινόμενα η ώριμη αυτοματοποίηση θα έχει ως επακόλουθο τον περιορισμό της ανάγκης της κοινωνίας για «όγκο» πνευματικής εργασίας. Γι’ αυτό κατά την άποψή μας, η αυτοματοποίηση γεννά σε τελευταία ανάλυση την ανάγκη για νοητική αγωγή (κατ’ αναλογία με την ανάγκη για φυσική αγωγή). Και αυτή καθίσταται αυθεντική αγωγή, μόνον ως εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου για εφαρμογή των νοητικών του προσπαθειών.

Μέχρις ότου επιτευχθεί η απόλυτη αυτοματοποίηση –και [κατά τα φαινόμενα] απουσιάζουν οι προοπτικές επίτευξής της τουλάχιστον στο ορατό μέλλον– θα διατηρείται η ανάγκη της κοινωνίας για εργασία (με τη στενή έννοια) συμπεριλαμβανομένης και τη αναγκαίας εργασίας. Ωστόσο, κατά το στάδιο της ώριμης αυτοματοποίησης εκείνος ο χρόνος που θα υπερτερεί δεν θα είναι ο αναγκαίος, αλλά ο ελεύθερος. Κατά την άποψή μας, βασική ασχολία του ανθρώπου της κομμουνιστικής κοινωνίας εκτός της επιτέλεσης δημιουργικής εργασίας και πέραν των ορίων του καθαυτό αναγκαίου χρόνου, θα είναι η ενασχόληση με τη φυσική και νοητική αγωγή (όπου ως είδη αγωγής συμπεριλαμβάνεται η άγρα, το κυνήγι και ο τουρισμός3). Επί πλέον δεν θα πρόκειται μόνο περί στενά νοητικής αγωγής, αλλά περί πνευματικής αγωγής γενικότερα, όπου η νοητική αγωγή εντάσσεται μόνον ως μέρος, ως πλευρά (φερ’ ειπείν, η ενασχόληση με την τέχνη, η επικοινωνία χάριν της ικανοποίησης της ανάγκης για επικοινωνία κλπ..., κ.ο.κ.).

Η ίδια η φυσική αγωγή, ακριβώς ως αγωγή προϋποθέτει την νοητική και γενικά την πνευματική ανάπτυξη και αντεπιδρά σε αυτήν με τη σειρά της. Είναι αυτονόητο ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα επιτελεί ακόμα και την αυστηρά αναγκαία εργασία με μεγάλη απόδοση [αφοσίωση].

Έτσι λοιπόν, κατά το στάδιο της ώριμης αυτοματοποίησης, σε συνθήκες της ανώτατης φάσης του κομμουνισμού, αποκτά εξαιρετική σημασία η ολόπλευρη καλλιέργεια του ανθρώπου, η ολόπλευρη ανάπτυξη του πολιτισμού του ανθρώπου.

Βλέπουμε ότι η φυσική και πνευματική αγωγή [καλλιέργεια, πολιτισμός], η δραστηριότητα του ανθρώπου σε αυτούς τους τομείς, δεν συνιστά εργασία με τη στενή έννοια του όρου, δηλ. δεν συνιστά εργασία στην καθαυτό σφαίρα της υλικής παραγωγής. Ωστόσο, η δραστηριότητα [που αναπτύσσεται] στον τομέα της φυσικής και πνευματικής αγωγής αποτελεί, ως προς την προέλευσή της, εργασία με την ευρεία έννοια του όρου, εργασία κατ’ εξοχήν ως αυτοσκοπό. Ωστόσο, η εργασία ως αυτοσκοπός, η εργασία η οποία επιτελείται για να ικανοποιηθεί [η αντίστοιχη] εσωτερική φυσική και πνευματική ανάγκη, κατά τους νόμους της αλήθειας, του αγαθού [του καλού] και του κάλλους [της ομορφιάς] δεν συνιστά πλέον εργασία, αλλά πολιτισμό ως ολόπλευρη δράση, ζωή του πολιτισμού εντός των βασικών της εκφάνσεων, ολόπλευρη πολιτισμική δραστηριότητα.

Βασικός σκοπός της ανθρωπότητας κατά την ανώτατη φάση του κομμουνισμού γίνεται σε πλήρη βαθμό η ολόπλευρη ανάπτυξη ενός εκάστου ως αυτοσκοπός, ως εσωτερική ανάγκη και ως αναγκαίος όρος της ολόπλευρης ανάπτυξης όλων.

Αναφερόμενοι στις ιστορικές προθεσμίες ωρίμανσης του κομμουνισμού, συχνά παραπέμπουν στην επιτάχυνση των ρυθμών της ιστορικής ανάπτυξης και προσδοκούν, ότι η ωρίμανση του κομμουνισμού θα πρέπει να επέλθει σχεδόν κατά τη διάρκεια της ζωής μίας γενεάς. Σε αυτή την περίπτωση λησμονείται το γεγονός, ότι η εμφάνιση και διαμόρφωση του κομμουνισμού δεν μπορεί να ταυτίζεται απλώς με τη μετάβαση από κάποιον κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό προς κάποιον άλλο, ότι η νίκη του κομμουνισμού δεν θα είναι απλώς και μόνον νίκη επί της κεφαλαιοκρατίας, αλλά εμφάνιση και διαμόρφωση ενός εντελώς νέου τύπου ανάπτυξης της κοινωνίας. Και εάν [η εν λόγω μετάβαση] επιδέχεται κάποια [ιστορική] σύγκριση, αυτή θα πρέπει να αφορά μάλλον τη μετάβαση από την προταξική κοινωνία προς την ταξική παρά, φερ’ ειπείν, τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στην κεφαλαιοκρατία. Πρέπει να υπάρχει σε πλήρη βαθμό επίγνωση του βάθους, του μεγέθους, του ριζικού χαρακτήρα των [επερχόμενων] κοινωνικών μετασχηματισμών που θα λάβουν χώρα κατά τα στάδια της εμφάνισης και διαμόρφωσης του κομμουνισμού, του γεγονότος ότι ο κομμουνισμός είναι ένας ποιοτικώς νέος τύπος ανάπτυξης της κοινωνίας εν συγκρίσει τόσο με την ιστορία των ταξικών ανταγωνιστικών κοινωνιών, όσο και με το σύνολο της μέχρι τώρα παρελθούσας ιστορίας της ανθρωπότητας.

Όλη η παρελθούσα και η ορατή στο μέλλον πορεία που έχει διανύσει η ανθρωπότητα στην ιστορία της, εάν διακρίνουμε τη βασική [τη νομοτελή] πορεία της, αναπτυσσόταν ελικοειδώς. Δεδομένου ότι συνήθως τα εγχειρήματα (ειδικής) περιγραφής των χαρακτηριστικών αυτής της σπείρας είναι ιδιαίτερα συνοπτικά [με έμφαση στην κλιμάκωση]: προταξική κοινωνία, κοινοτική ιδιοκτησία, — ταξική κοινωνία, ιδιωτική ιδιοκτησία, — αταξική κοινωνία, κοινωνική ιδιοκτησία, εμείς θα επιχειρήσουμε να την εξετάσουμε διεξοδικότερα και ειδικά να εξετάσουμε την βασική ελικοειδή κίνηση της ιστορίας, διατυπώνοντας την δική μας άποψη επ’ αυτού του αντικειμένου.

Ας εξετάσουμε αυτή τη σπείρα ξεκινώντας από την περιγραφή των χαρακτηριστικών της σχέσης των ανθρώπων προς τη φύση.

Η αφετηριακή σχέση έχει ανακύψει φυσικά. Στα πλαίσιά της χρησιμοποιούνται μέσα επενέργειας, δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Στη συνέχεια όλο και μεγαλύτερο ρόλο αρχίζουν να διαδραματίζουν τα μέσα επενέργειας [στη φύση] τα οποία έχουν δημιουργηθεί από την εργασία, μέχρι που ο ρόλος αυτών των μέσων γίνεται ο καθοριστικός έναντι όλων των υπολοίπων [μέσων]. Μετά από αυτό επέρχεται κατά κάποιο τρόπο μια επιστροφή στο αφετηριακό σημείο, αλλά η «επιστροφή» αυτή εδράζεται σε νέα βάση: σταδιακά αποκτούν αποφασιστική σημασία τα αυτενεργά μέσα επενέργειας στη φύση, και μάλιστα, με την πάροδο του χρόνου, τα αυτενεργά, τα αυτομάτως δρώντα μέσα αρχίζουν από μόνα τους να παράγουν τον εαυτό τους, τα αυτόματα αρχίζουν να δημιουργούν αυτόματα, πραγματοποιείται η αυτοαναπαραγωγή αυτενεργών μέσων επίδρασης στη φύση. Αυτή η κατά κάποιο τρόπο επιστροφή στο αφετηριακό σημείο έγκειται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος αρχίζει και πάλι να έχει να κάνει με διαδικασίες δημιουργίας αντικειμένων, ικανών να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του, οι οποίες (διαδικασίες) διεξάγονται σε σημαντικό βαθμό από μόνες τους [αυτομάτως], χωρίς την άμεση εργασία. Ωστόσο, δεν πρόκειται παρά μόνο για μια κατά κάποιο τρόπο επιστροφή, διότι: α) οι τελευταίες διαδικασίες έλκουν την καταγωγή τους από την εργασία και β) στην κάθε δεδομένη στιγμή η αυτοματοποιημένη παραγωγή κατευθύνεται, σε τελευταία ανάλυση, από την εργασία των ανθρώπων σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Δηλαδή, η αυτοματοποιημένη παραγωγή παραμένει υπηγμένη στην εργασία, στους ανθρώπους, διατηρείται στη θέση του μέσου παραγωγικής επενέργειας των ανθρώπων στη φύση. Δεν πρόκειται πλέον για ένα μέσο που έχει προκύψει με φυσικό τρόπο, αλλά για ένα μέσο τεχνητό, δημιούργημα των ανθρώπων, το οποίο έχει μετατραπεί σε σημαντικό βαθμό σε αυτενεργό [σε αυτόματο]. Στο βαθμό που έχει μετατραπεί σε αυτενεργό, γίνεται και ανεξάρτητο από τους ανθρώπους. Ακριβέστερα, τα μέρη της αυτοματοποιημένης παραγωγής αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σχετική αυτοτέλεια[4], αν και συνολικά η παραγωγή εξακολουθεί να υπάγεται στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι αποκτούν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν κατά όλο και πιο ευέλικτο τρόπο για τους σκοπούς τους ολόκληρη την παραγωγή στο σύνολο της και ως όλο.

Κάτι αντίστοιχο, αν και όχι πανομοιότυπο, συμβαίνει με το υλικό που υφίσταται την επίδραση. Αρχικά χρησιμοποιείται υλικό δεδομένο από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Στη συνέχεια, υλικό το οποίο υφίσταται προπαρασκευαστική επεξεργασία εντός της εργασιακής διαδικασίας, ωστόσο, εξακολουθεί να διατηρεί τις βασικές του φυσικές ιδιότητες, τις οποίες διέθετε και πριν από την επεξεργασία. Στο τελικό τμήμα αυτής της σπείρας της έλικας δημιουργείται τεχνητό υλικό με προκαθορισμένες ιδιότητες.

Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της σπείρας της έλικας της ιστορίας, μεταβάλλεται ουσιαστικά η αλληλεπίδραση της ανθρωπότητας με τη φύση. Αρχικά, η επενέργεια της ανθρωπότητας στη φύση μπορεί να συγκριθεί ως προς την κλίμακα [και το βάθος της επίδρασης], με αυτή που ασκούν τα ζώα στο περιβάλλον τους. Η αλήθεια είναι ότι εξ υπαρχής οι άνθρωποι, σε αντιδιαστολή με τα ζώα, επενεργούν στη φύση κατ’ εξοχήν με τη βοήθεια παραγωγικών οργάνων. Ωστόσο, αρχικά [οι άνθρωποι] δεν έχουν επίγνωση ούτε των φυσικών, ούτε των κοινωνικών συνεπειών της επενέργειας τους στη φύση, και υπό αυτή την έννοια [αυτή η επενέργειά τους] παραμένει ζωώδης. Στη συνέχεια αρχίζει ολοένα και περισσότερο να διαφοροποιείται εμφανώς η κλίμακα και το βάθος της επενέργειας των ανθρώπων στη φύση, από αυτή των ζώων. Σταδιακά οι άνθρωποι αρχίζουν να προβλέπουν τις όλο και απώτερες [και βαθύτερες] συνέπειες της επενέργειας τους στη φύση.  Η επενέργεια αυτή καθίσταται τελικά τόσο σημαντική ως προς το βάθος και την κλίμακα της, ώστε καταλαμβάνει ολόκληρο το φυσικό περιβάλλον στους κόλπους του οποίου διαμορφώθηκε η ανθρωπότητα, δηλαδή ολόκληρη τη Γη, όλο το έδαφος και το υπέδαφος της. Η ανθρωπότητα αποκτά σε τελευταία ανάλυση όλο και πιο πολύ τη δυνατότητα ολοσχερούς καταστροφής της Γης, είτε με πόλεμο, είτε ειρηνικά. Στο βαθμό όμως που η ανθρωπότητα κατέχει μόνο τις άμεσες κοινωνικές συνέπειες της δραστηριότητάς της, η παραγωγική της επενέργεια -όσο αυξάνουν οι δυνατότητές της- καθίσταται όλο και πιο καταστροφική, μέχρι που τίθεται πράγματι υπό απειλή η ίδια η ζωή της ανθρωπότητας. Ωστόσο, στο βαθμό που διαμορφώνονται οι παγκόσμιοι παραγωγικοί δεσμοί και εμβαθύνει η παραγωγική επενέργεια, η καταστροφική επίδραση στην μάνα Γη καθίσταται όλο και πιο σφαιρική, ολόπλευρη. Μόνο με τη μετάβαση στη σχεδιοτελή ανάπτυξη της κοινωνίας οι άνθρωποι αποκτούν τη δυνατότητα να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις απώτερες  κοινωνικές συνέπειες της δραστηριότητάς τους και να κατευθύνουν την παραγωγική ισχύ τους σε ασφαλή για αυτούς πλαίσια. Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή αυτή θα είναι τόσο σημαντική και βαθιά, ώστε σταδιακά θα οδηγήσει στο μετασχηματισμό όλης της Γης (του εδάφους και του υπεδάφους της), και κατά συνέπεια, στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος της ανθρωπότητας, το οποίο δεν θα είναι πλέον φυσικό, αλλά τεχνητό.

Η ανάπτυξη των δυνατοτήτων της ανθρωπότητας για τη δημιουργία τεχνητού περιβάλλοντος, η ανάπτυξη των δυνατοτήτων της αυτοματοποίησης και της δημιουργίας τεχνητών υλικών σημαίνουν ότι θα δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την έξοδο της ανθρωπότητας από τα πλαίσια του φυσικού περιβάλλοντος της, για την υπέρβαση των ορίων του αποκλειστικά γήινου πολιτισμού και τη μετάβαση στο διαστημικό πολιτισμό.

Η αναγκαιότητα της μετάβασης στον διαστημικό πολιτισμό υπαγορεύεται μεταξύ άλλων και από τα όρια των αποθεμάτων φυσικών πρώτων υλών [πόρων] για την παραγωγή, χώρου για την εγκατάσταση της παραγωγής και του πληθυσμού (κατά τη γνώμη μας η δημιουργία αφθονίας υλικών αγαθών θα επιφέρει μια νέα δημογραφική έκρηξη).

Δεν είναι μόνο τα μέσα της παραγωγικής επενέργειας στη φύση και τα χρησιμοποιούμενα στην παραγωγή υλικά που αναπτύσσονται ελικοειδώς, αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος, η θέση, ο ρόλος και η σημασία του στην παραγωγική σχέση προς τη φύση. Από την αρχή η εργασία αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα της εμφάνισης και της περαιτέρω ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Όμως στην πρωτόγονη κοινωνία δεν υπερτερεί η παραγωγή αλλά η άγρα [ο εκπορισμός] έτοιμων αγαθών. Αντίστοιχα και οι άνθρωποι -από τη σκοπιά της δραστηριότητας που υπερτερεί- δεν είναι παραγωγοί αλλά «[τροφο-]συλλέκτες». Αντίστοιχα οι «τεχνικές» και οι δεξιότητες τους είναι κατ’ εξοχήν «τεχνικές» και δεξιότητες που αφορούν τη χρησιμοποίηση μέσων επενέργειας (δημιουργημένων είτε που έχουν βρεθεί σε έτοιμη μορφή στη φύση) μέσα στη διαδικασία της άγρας, οι δε γνώσεις τους [απορρέουν] κατ’ εξοχήν από την άμεση παρατήρηση. Δεδομένου ότι η άγρα με τη βοήθεια μέσων επενέργειας, δεδομένων σε έτοιμη μορφή από τη φύση είτε δημιουργημένων από την εργασία, αποτελεί ανηρημένη ζωώδη σχέση προς τη φύση, έπεται ότι και στη συνείδηση των ανθρώπων υπερτερεί η συνειδητοποίηση της ζωώδους σχέσης προς τη φύση, δηλαδή η συνείδηση της ζωντανής συγκεκριμένης συνάφειας με ό,τι τους περιβάλλει και των μεταξύ τους δεσμών. Με τη μετάβαση στην υπεροχή της παραγωγής [στην παράγουσα οικονομία] οι άνθρωποι καθίστανται κατά μείζονα κλίμακα  παραγωγοί. Όμως εντός της  παραγωγής, για ένα παρατεταμένο χρονικό διάστημα, βασικά μέσα παραγωγής παραμένουν τα μέσα παραγωγής που έχουν προκύψει με φυσικό τρόπο: η γη και τα ζώα. Απ’ εδώ απορρέει και η παρατεταμένη επικράτηση της άμεσης σχέσης προς τη φύση: ο ίδιος ο παραγωγός προβάλλει κατ’ εξοχήν είτε σε σημαντικό βαθμό ως φυσικό σώμα, ως δεδομένο από τη φύση μέσο παραγωγής, δηλαδή ο ίδιος ο παραγωγός, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, δεν έχει ακόμα αποχωριστεί από τα μέσα παραγωγής, αποτελεί και ο ίδιος μέσο παραγωγής. Ο διαχωρισμός μέσων παραγωγής και παραγωγών, η διάκριση των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής, πραγματοποιείται στο βαθμό που αναπτύσσονται και διαδίδονται δημιουργημένα από την εργασία μέσα παραγωγής. Μεταξύ των δημιουργημένων από την εργασία μέσων παραγωγής αρχικά υπερτερούν τα μέσα εργασίας, τα οποία τίθενται σε λειτουργία από την ατομική χειρωνακτική εργασία.

Η έναρξη της διείσδυσης στην ουσία διαδικασιών και φαινομένων, αντιστοιχεί στην διάδοση της ατομικής χειρωνακτικής εργασίας (με, είτε χωρίς καταμερισμό εργασίας). Ωστόσο, [η διείσδυση αυτή] συνειδητοποιείται με τη μορφή του μοναδιαίου, είτε του ειδικού, δηλαδή με μορφή που αντιφάσκει της ουσίας. Ωστόσο, στο βαθμό που καταβάλλονται προσπάθειες για τη διάγνωση της ουσίας σε καθαρή μορφή, η γνώση αυτή υπάρχει ως εικασία, περιπεπλεγμένη με αρκετή δόση φαντασίας.

Στη βάση της ανάπτυξης της χειρωνακτικής εργασίας, αναπτύσσεται σε τελευταία ανάλυση το χάσμα μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας, καθώς και μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης και μάλιστα παραγωγική σημασία έχει [εδώ] η εμπειρική και όχι η θεωρητική γνώση.

Με την ανάπτυξη της παραγωγής με μηχανές και τη μετατροπή της σε αποφασιστικό είδος της παραγωγής, επικρατέστερη καθίσταται η μηχανική εργασία, [η φυσική εργασία] για τη χρησιμοποίηση των μηχανών. Εν τω μεταξύ η τελειοποίηση, πολλώ δε μάλλον η δημιουργία μηχανών απαιτεί, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, όχι μόνο εμπειρικές αλλά και θεωρητικές γνώσεις (η ίδια η εμπειρία σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό κατευθύνεται από τη θεωρία και μετατρέπεται σε πείραμα). Η θεωρητική και η πειραματική γνώση αποκτά άμεσα παραγωγική σημασία. Η μηχανική παραγωγή προετοιμάζει το έδαφος για την υπέρβαση του χάσματος μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας, μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης και γνωστικής διαδικασίας. Ωστόσο, το έδαφος αυτό ετοιμάζεται πλήρως με την ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση, κατά την οποία, η εργασία που αφορά την ανάπτυξη της αυτοματοποιημένης παραγωγής και η γενική διεύθυνση αυτής της παραγωγής, αρχίζουν να υπερτερούν έναντι της απλής χρησιμοποίησης μηχανών.

Με την ανάπτυξη της απλής μηχανικής παραγωγής και στη συνέχεια της αυτοματοποιημένης παραγωγής, αναπτύσσεται και ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας.

Η ιστορική ανάπτυξη του χαρακτήρα της εργασίας εκτυλίσσεται με ελικοειδή μορφή: από την εργασία που είχε συλλογικό χαρακτήρα -ο οποίος ανέκυψε με φυσικό τρόπο- στην εκτόπιση αυτού του χαρακτήρα, στην ανάπτυξη της ατομικής χειρωνακτικής εργασίας και από αυτήν στον καθαυτό κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας. Από τη διαδικασία λήψης αντικειμένων κατανάλωσης, κατά την οποία διεξάγεται κατ’ εξοχήν άμεση παρατήρηση, στη διείσδυση στην ουσία των χρησιμοποιούμενων διαδικασιών, στη διάκριση της ουσίας σε καθαρή μορφή, στη θεωρία και στην εμπειρία η οποία βασίζεται στη χρησιμοποίηση της θεωρίας (στο πείραμα), στην επιστήμη ως παραγωγική δύναμη. Από τη δραστηριότητα για τη χρησιμοποίηση (με τη βοήθεια οργάνων του σώματος) κατά κύριο λόγο δεδομένων από τη φύση μέσων παραγωγής, προς την επικράτηση της εργασίας για τη χρησιμοποίηση δημιουργημένων μέσων παραγωγής και από αυτήν, στην επικράτηση της εργασίας για τη δημιουργία αυτενεργών μέσων παραγωγής.

 Με ελικοειδή τρόπο αναπτύσσονταν επίσης και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η ανάπτυξη προχώρησε από τους συλλογικούς δεσμούς φυσικής προέλευσης, προς τη διάλυση αυτών των δεσμών, προς τη διάκριση των ανθρώπων από τις τέτοιου είδους ομάδες και τη διαμόρφωση δεσμών μεμονωμένων ατόμων, ενοποιημένων από το γεγονός ότι όλοι οι υπόλοιποι προβάλλουν για το άτομο μόνον ως μέσο για την υποστήριξη της δικής του ύπαρξης και από αυτούς τους δεσμούς, στους αυθεντικά κοινωνικούς δεσμούς των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων. Εν τω μεταξύ, ενώ οι αφετηριακές συλλογικές ομάδες ήταν ολιγάριθμες και αποκομμένες η μία απ’ την άλλη, στο τέλος αυτής της σπείρας της έλικας, συλλογική ομάδα [κολεκτίβα] θα είναι ολόκληρη η ενοποιημένη ανθρωπότητα. Αναγκαία ενδιάμεση φάση καθ’ οδόν προς αυτήν την παγκόσμια ενοποίηση των ανθρώπων συνιστά ο διαχωρισμός τους. Αυτή η αλλαγή των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων εδράζεται στην ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής στη βάση και στην ενότητά τους με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων: από την ιδιοκτησία του γένους και της φυλής, από την κοινοτική ιδιοκτησία στην ιδιωτική ιδιοκτησία και από αυτήν στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Είναι πολύ σημαντικό να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι αρχικά υπάρχει άμεση ταύτιση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Φυσικά εδώ δεν πρόκειται για μιαν απόλυτη ταύτιση. Μεταξύ τους υπάρχουν διαφορές από την εμφάνιση κιόλας του ανθρώπου. Στη συνέχεια, κατά την περίοδο διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας, όλο και περισσότερο προβάλλει σε πρώτο πλάνο η ουσιώδης διαφορά μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Ωστόσο, και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου [της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας] δεν εξαλείφεται πλήρως η άμεση ταύτιση τους. Στους προκεφαλαιοκρατικούς ανταγωνιστικούς σχηματισμούς, αυτό είναι κατά τη γνώμη μας δεδομένο με σαφή και εξόφθαλμο τρόπο: ο δούλος και εν μέρει ο φεουδαρχικά εξαρτημένος αγρότης ταυτίζονται με τα μέσα παραγωγής. Επί κεφαλαιοκρατίας η άμεση ταύτιση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής έχει σχεδόν εξαλειφθεί.                  Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να διατηρείται σε λανθάνουσα μορφή: η εργασιακή δύναμη είναι ένα πράγμα, το οποίο υπόκειται σε αγοραπωλησία, δηλαδή, εντός αυτής της σχέσης, εξισώνεται με τα μέσα παραγωγής.        

Επί κομμουνισμού επέρχεται εκ νέου αποκατάσταση της ταύτισης παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Πρόκειται όμως εδώ για μια διαφορετική ταύτιση που εδράζεται σε νέα βάση: ο άνθρωπος απελευθερώνεται σταδιακά από την άμεση εργασία που αφορά τη χρησιμοποίηση των αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγικής επενέργειας στη φύση.

Όπως επισημάναμε, οι σχέσεις παραγωγής αλλάζουν, σε συνδυασμό με τις παραγωγικές δυνάμεις. Σε αντιστοιχία με αυτή την αλλαγή αλλάζουν και οι υπόλοιπες σφαίρες της ζωής της κοινωνίας: στην πρωτόγονη κοινωνία όλες οι σφαίρες της ζωής της κοινωνίας βρίσκονταν ακόμη σε μια σχέση άμεσης ταύτισης, κατά την περίοδο της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας δρομολογείται μια ολοένα βαθύτερη και αύξουσα διαδικασία διαμελισμού και απομόνωσης διαφόρων σφαιρών της ζωής της κοινωνίας, ενώ κατά το στάδιο της ωριμότητας, στην κομμουνιστική κοινωνία επέρχεται μια κατά κάποιο τρόπο επιστροφή στο αφετηριακό σημείο. Ωστόσο, η επιστροφή αυτή εδράζεται σε νέα βάση: εκείνες οι μορφές και οι σφαίρες της κοινωνικής ζωής που έχουν γεννηθεί από τον κοινωνικό ανταγωνισμό, μετασχηματίζονται και εξαφανίζονται, ενώ οι υπόλοιπες μετασχηματιζόμενες, όλο και περισσότερο προχωρούν σε αμοιβαία αλληλοδιείσδυση.  Η αύξουσα σχετική αυτοτέλεια των μορφών του εποικοδομήματος και των μορφών της κοινωνικής συνείδησης είναι χαρακτηριστική για το στάδιο της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Χαρακτηριστική της ώριμης ανθρώπινης κοινωνίας είναι κατά κάποιο τρόπο μια διαδικασία που κατατείνει στο αντίθετο: στην άρση της απομόνωσης [του κατακερματισμού] με διατηρούμενους, ενισχυόμενους και αναπτυσσόμενους τους μεταξύ τους δεσμούς. 

Ο κομμουνισμός (συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης φάσης του) είναι η αυθεντική ιστορία της ανθρωπότητας, ως επιστέγασμα της ανάπτυξης, ως άρνηση της άρνησης της προγενέστερης ιστορίας.

Ο κομμουνισμός είναι ο νέος τύπος ανάπτυξης της ανθρωπότητας, ο οποίος, όταν φτάσει στην ωριμότητα του θα έχει, κατά τα φαινόμενα, και ο ίδιος διάφορα στάδια ανάπτυξης. Μόνον η κομμουνιστική, η αυθεντικά ενοποιημένη ανθρωπότητα θα είναι σε θέση να αποτρέψει τελειωτικά την απειλή της εμπόλεμης εξόντωσης της και της θανάτωσης της από τις [ανεξέλεγκτες] παράπλευρες επιπτώσεις της παραγωγής, να κατευθύνει ορθολογικά την ανάπτυξη των ατόμων (συμπεριλαμβανομένης και της τελειοποίησης της βιολογικής τους φύσης), της κοινωνίας, να μετασχηματίζει σύμφωνα με τις ανάγκες της ολόκληρη τη Γη και τον εγγύς της Γης χώρο, να εγκατασταθεί οριστικά έξω από τα όρια της Γης, να περάσει ολοκληρωτικά στον διαστημικό πολιτισμό, διατηρώντας τη Γη ως Μέκκα του διαστημικού τουρισμού.


3 Συγκαταλέγουμε αυτά τα είδη τόσο στη φυσική, όσο και στην πνευματική αγωγή [πολιτισμό], διότι π.χ. το κυνήγι [παραστάσεων] με συσκευή μαγνητοσκόπησης, είτε η επίσκεψη μουσείων – κατά τη διάρκεια τουριστικής περιήγησης μάλλον δεν μπορεί να αποκαλείται μόνο φυσική αγωγή.

 [4] Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας που έχει διανύσει η ανθρωπότητα υπερτερεί η μηχανική παραγωγή, η χρησιμοποίηση κατ’ εξοχήν (όμως κάθε άλλο παρά αποκλειστικά) της μηχανικής μορφής κίνησης, αν και από τα πρώτα κιόλας στάδια αρχίζουν να χρησιμοποιούνται και άλλες μορφές κίνησης της ύλης (αυτό μαρτυρεί π.χ. η φωτιά). Η επικράτηση της χρησιμοποίησης της μηχανικής παραγωγής φέρει τη σφραγίδα της προέλευσης του ανθρώπου από τον ζωικό κόσμο (το χέρι αποτελεί όργανο μηχανικής μετατόπισης). Η εργασία με όλα τα συστατικά της διαμορφωνόταν κατά τη χρησιμοποίηση κατ’ εξοχήν της μηχανικής μορφής κίνησης. Ως προς την ουσία της, η χειρωνακτική εργασία έχει προσαρμοστεί στη μηχανική δραστηριότητα. Με βάση τις ήδη υπάρχουσες τάσεις, μπορεί να πει κανείς ότι στο μέλλον όλο και μεγαλύτερο ρόλο θα αποκτά ο μετασχηματισμός διαδικασιών (στη μηχανική παραγωγή μετασχηματίζονται κυρίως πράγματα), ότι ολοένα και μεγαλύτερη σημασία θα αποκτούν οι παραγωγές που βασίζονται στη χρησιμοποίηση πιο ανεπτυγμένων από τη μηχανική μορφών κίνησης. Σε τελική ανάλυση η παραγωγή, κατά τη γνώμη μας, θα καταστεί κατ’ εξοχήν βιολογική.
[Αλλού ο συγγραφέας συνεχίζει αυτή τη σκέψη: «Η βιοτεχνολογία ήδη συνιστά έναν από τους τομείς της επιστήμης και της παραγωγής με τις μεγαλύτερες προοπτικές. Η μετάβαση όμως στη βιοπαραγωγή, θα σημάνει ότι θα περιέλθει στην κυριότητα των ανθρώπων η φύση ολόκληρου του έμβιου κόσμου (συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου ως βιολογικού όντος). Ως εκ τούτου, ανακύπτουν δύο εναλλακτικές δυνατότητες: 1. Η δυνατότητα κατάκτησης των βιολογικών νομοτελειών (αναφορικά με τον άνθρωπο — η δυνατότητα εξάλειψης νοσημάτων και παράτασης της ζωής του ανθρώπου, εναρμόνισής του ως βιολογικού όντος) και ταυτοχρόνως, 2. η δυνατότητα υπονόμευσης των όρων ύπαρξης [του είναι] της ανθρωπότητας ως συνόλου βιολογικών όντων. Η παρέμβαση στην βιολογική φύση του ανθρώπου εγκυμονεί μια προοπτική αυτοκτονίας για την ανθρωπότητα. Εδώ παρατηρείται επίσης μια σπείρα της έλικος: από την «δημιουργία» του ανθρώπου (ως βιολογικού όντος) από την φύση προς την βιολογική αυτοδημιουργία (που εμπεριέχει την ικανότητα αυτοκαταστροφής) του ανθρώπου». Βλ. και 239, 247. – σ.τ.μ.].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου